- οὔποτ'
- οὔποτε , οὔποτεnot everindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
THEOCRITUS — I. THEOCRITUS Sciô oriundus, Orator et Sophista, discipulus Menodori. Scripsit Epistolas maximi aestimatas, et Libyae hisloriam, Suid. Strabo, l. 14. Olymp. 94. An idem cum eo, cuius Fulgentius meminit, Mythol. l. 1? Vitam illius scripsit Ambrion … Hofmann J. Lexicon universale
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek
εκλιμπάνω — ἐκλιμπάνω (Α) 1. εκλείπω, εγκαταλείπω («...ἐξελίμπανον δόμους πατρώους», Ευρ. Μήδ.) 2. σταματώ («οὔποτ ἐξελίμπανον θρυλοῡσα» δεν έπαυα να λέω) … Dictionary of Greek
εκρηγνύω — (AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι) νεοελλ. 1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα») 2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι … Dictionary of Greek
επιλείπω — ἐπιλείπω (Α) 1. αφήνω, εγκαταλείπω 2. παθ. υστερώ, υπολείπομαι («ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῡ», Πλάτ.) 3. αφήνω κάτι άθικτο («ὡς οὔτε τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν οὔτε τῶν φίλων», Πλάτ.) 4. δεν επαρκώ, λείπω («γλαῦκες ὑμᾱς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι»,… … Dictionary of Greek
κηρύκευμα — κηρύκευμα, τὸ (Α) [κηρυκεύω] προκήρυξη, διάγγελμα («ὡς οὔποτ ἀνδρί τῷδε κηρυκευμάτων μέμψει», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
κλαγγαίνω — (Α) [κλαγγή] (για κυνηγετικά σκυλιά) γαυγίζω («ὄναρ διώκεις θῆρα, κλαγγάνεις δ ἅπερ κύων μέριμναν οὔποτ ἐκλείπων πόνου», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
λαυρεωτικός — και λαυρ(ε)ιωτικός, ή, ό (Α Λαυρεωτικός και Λαυρειωτικός και Λαυριωτικός, ή, όν) [Λαυρεώτας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λαύριο ή προέρχεται από το Λαύριο (α. «Λαυρεωτική πρόσοδος» β. «γλαῡκες ὑμᾱς οὔποτ ἐπιλείψουσι Λαυριωτικαί», Αριστοφ … Dictionary of Greek